ακανθόλαβρος

ακανθόλαβρος
(acantholabrus). Γένος ψαριών της οικογένειας των πολυοδοντιδών, που ανήκει στην τάξη των οξυρρυγχομόρφων. Τα ψάρια αυτά έχουν πολλές παράλληλες σειρές δοντιών που συνέχονται από δύο χόνδρους, τον ουρανισκοτετράπλευρο και τον χόνδρο του Μέκελ, ενώ τα πτερύγιά τους φέρουν μια πανοπλία από αγκάθια που προέρχονται οντογενετικά από τα λέπια. Το αναπνευστικό τους σύστημα περιλαμβάνει έναν βρογχιακό θάλαμο, όπου βρίσκονται τα ελεύθερα βράγχια, ενώ τα λέπια που καλύπτουν τα μαγουλά τους είναι κυκλοειδή ή κτενοειδή. Το γνωστότερο είδος α. είναι ο α. ο παλλόμενος, που έχει χαρακτηριστικά λέπια στο στηθικό και στο ουραίο πτερύγιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”